- Μολύκρειον
- Μολύκρειοςmasc acc sgΜολύκρειοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
МОЛИКРИЯ — • Molycrēa, Μολύκρεια, Μολυκρία, Μολύκρειον, город в Этоле при входе в Коринфский залив, на юго запад от Навпакта, с гаванью и святилищем Посейдона. Этот город основан коринфянами после возвращения гераклидов. Thuc. 3, 102. До… … Реальный словарь классических древностей
Αιτωλία — I Κατά την αρχαιότητα, περιοχή της σημερινής δυτικής Στερεάς Ελλάδας, μεταξύ του όρους Παναιτωλικού, του Κορινθιακού κόλπου, του ποταμού Εύηνου και του ποταμού Αχελώου. Ως πόλεις της αρχαίας Α. αναφέρονται σε διάφορες εποχές οι: Θέρμος, Πλευρών,… … Dictionary of Greek